Οι κάτοικοι ορεινής περιοχής της Θεσπρωτίας με την ονομασία
Σούλι. Έζησαν εκεί από τον 16ου αιώνα έως το 1822, με ένα διάλειμμα 17
ετών (1803 - 1820). Υπήρξαν σκληροτράχηλοι πολεμιστές και είναι γνωστοί
για τη μακροχρόνια αντιπαράθεσή τους με την Οθωμανική εξουσία και τη
συμμετοχή τους στην Επανάσταση του 1821.
Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων ήταν αυτός που τελικά τους υπέταξε. Η πρώτη
εναντίον τους εκστρατεία πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1789 και
κατέληξε σε φιάσκο.Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου αναγκάσθηκε να υπογράψει
συνθήκη ειρήνης με τους Σουλιώτες και να καταβάλει τους μισθούς των
αρχηγών τους για την ασφάλεια της περιοχής. Αποτυχημένη ήταν και η νέα
εκστρατεία του Αλή τον Ιούλιο του 1792. Τα κατάφερε με την τρίτη
προσπάθεια, το 1800, όταν είχε φθάσει στην ακμή της δύναμής του, αλλά
και πάλι χρειάστηκε τρία χρόνια για τους υποτάξει.
Οι
Σουλιώτες κατοικούσαν σε 11 χωριά, σε μια περιοχή με απόκρημνους
«υψηλούς και διαβόητους βράχους» (Κάλβος), που ορίζονται από δύο
πασίγνωστες βουνοκορυφές, το Κούγκι και την Κιάφα. Ήταν χωρισμένοι σε 47 μεγάλες οικογένειες
(φάρες), με σπουδαιότερες αυτές των Ζέρβα, Τζαβέλα, Δράκου, Δαγκλή,
Κουτσονίκα, Μπότσαρη, Καραμπίνη και Νίκα.
Οι
Σουλιώτες θύμιζαν λίγο - πολύ τους αρχαίους Σπαρτιάτες. Από μικροί
γυμνάζονταν στα όπλα και δεν γνώριζαν τίποτε άλλο, παρά την τέχνη του
πολέμου. Άλλωστε, η φτωχή γη του Σουλίου μόνο λίγα ζωντανά μπορούσε να
θρέψει. Έτσι, πουλούσαν προστασία στα γύρω χωριά και συχνά επιδίδονταν
σε λαφυραγωγία για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Τιμωρούσαν με θάνατο
όσους παρέβαιναν τις συμφωνίες και τις ηθικές αρχές, γι' αυτό στην
κλειστή κοινωνία τους ήταν κανόνας απαράβατος η αντεκδίκηση (βεντέτα).
Ένα μέρος των εσόδων τους το κατέβαλαν στο Σουλτάνο για να εξασφαλίσουν
την αυτονομία τους.
Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε μια ενοχλητική παρωνυχίδα για
την Υψηλή Πύλη και μεγάλος πονοκέφαλος για τους ντόπιους αγάδες και
μπέηδες, που έβλεπαν τους ανυπότακτους Σουλιώτες να οικειοποιούνται τις
δραστηριότητές τους και να χάνουν μεγάλα εισοδήματα. Έτσι, από τις αρχές
του 18ου αιώνα βρέθηκαν στο στόχαστρο του Σουλτάνου και της τοπικής
οθωμανικής αριστοκρατίας.
Ο κλοιός έγινε ασφυκτικός για τους Σουλιώτες και στις 12 Δεκεμβρίου
1803, αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν. Ο βασικός όρος της συμφωνίας
ήταν να εκκενώσουν τα χωριά τους συν γυναιξί και τέκνοις και με τον
οπλισμό τους. Στις 16 Δεκεμβρίου χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και άφησαν πίσω τους την πατρογονική γη.
Μόνο ο καλόγερος Σαμουήλ παρέμεινε στο Κούγκι με πέντε Σουλιώτες και
μόλις πλησίασαν οι Τουρκοκαλβανοί έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της
Μονής του Αγίου Αθανασίου, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει πολλούς στο
θάνατο. Ο Αλή Πασάς θεώρησε το γεγονός παρασπονδία και ζήτησε εκδίκηση.
Η πρώτη φάλαγγα με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε στην Πάργα
ασφαλής και από εκεί διεκπεραιώθηκε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη υπό τους
Μποτσαραίους με κατεύθυνση τα Άγραφα, χτυπήθηκε από τον Αλή στη Μονή του
Σέλτσου (20 Απριλίου 1804), με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλά θύματα. Η τρίτη φάλαγγα δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο (16 Δεκεμβρίου 1803). Πολλοί φονεύθηκαν, ενώ 60 γυναίκες με τα παιδιά τους γκρεμίστηκαν στα βράχια για μην πιαστούν αιχμάλωτες. Η ηρωική αυτή πράξη αποτυπώθηκε ως χορός του Ζαλόγγου.Καθώς ο θρύλος, ήθελε τις Σουλιώτισσες να στήνουν χορό και να πέφτουν πιασμένες χέρι-χέρι στον γκρεμό.Το τραγούδι με το οποίο ο λαός "έντυσε" την ηρωική πράξη είναι το γνωστό "Έχε γεια καημένε κόσμε". (Λέγεται μάλιστα ότι πολλά χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια του
αντιφασιστικού αγώνα, την περίοδο της γερμανικής κατοχής σπουδαίες
αγωνίστριες ,τραγούδησαν το συγκεκριμένο τραγούδι μπροστά στο
εκτελεστικό απόσπασμα)
Προς τιμή των ηρωίδων αυτών, που προτίμησαν τον θάνατο από την ατίμωση
και τη δυστυχία, στήθηκε στην κορυφή του ιστορικού αυτού βράχου, ως
σύμβολο μνήμης και αυταπάρνησης, ένα μεγαλειώδες μνημείο, εν έτει 1961,
έργο του γλύπτη Γεωργίου Ζογγολόπουλου και του αρχιτέκτονα Πάτροκλου
Καραντινού. Ο διάσημος γλύπτης κατάφερε να αποδώσει με τρόπο εύγλωττο
τον χορό εκείνων των γυναικών, που συνδέθηκε με τη λύτρωση, την αγάπη
για την ελευθερία, και τον αγώνα για τη ζωή. Πιασμένες χέρι-χέρι, καθώς
σέρνουν τον χορό, οι γυναικείες μορφές μεγεθύνονται κλιμακωτά και στην
άκρη του γκρεμού της θυσίας γιγαντώνονται, και μετατρέπονται σε μορφές
τεράστιες, ηρωικές, σύμβολα αιώνια της θυσίας και της αγάπης για την
ελευθερία, στον βωμό της οποίας δεν δίστασαν να θυσιάσουν όχι μόνον τη
δική τους ζωή, αλλά και τη ζωή των παιδιών τους. Το μνημείο, μήκους 18 μ. και ύψους 13 μ., εδράζεται σε μία λιθόχτιστη βάση, πάνω στην οποία έχουν τοποθετηθεί οι έξι γιγαντόσωμες αφαιρετικές μορφές των Σουλιωτισσών, κατασκευασμένες από οπλισμένο σκυρόδεμα επενδυμένο με περίπου 4.300 ασβεστολιθικούς όγκους, υπόλευκου χρώματος. Πηγαίνοντας κανείς στο μέρος αυτό πρέπει να ανέβει αρκετά σκαλιά, όμως η θέα από την κορυφή προς τον κάμπο της Πρέβεζας, τον Αμβρακικό Κόλπο και το Ιόνιο Πέλαγος είναι εντυπωσιακή και τον ανταμείβει με τον καλύτερο τρόπο. |